- ῥυσίπονος
- ῥῡσί-πονος, ον,A setting free from trouble, AP9.525.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυσίπονος — ον, Α αυτός που ελευθερώνει, που ανακουφίζει από τους κόπους, από τις ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. παυσί πονος] … Dictionary of Greek
ῥυσίπονον — ῥῡσίπονον , ῥυσίπονος setting free from trouble masc/fem acc sg ῥῡσίπονον , ῥυσίπονος setting free from trouble neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)